επανειλημμένος

επανειλημμένος
η , ο[ν] неоднократный, многократный; повторный;

επανειλημμένες υπομνήσεις — многократные напоминания;

επανειλημμένα διαβήματα — неоднократные демарши


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επανειλημμένος" в других словарях:

  • επανειλημμένος — η, ο επίρρ. ως (μτχ. παθ. πρκ. του επαναλαμβάνω), που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, συχνός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαναλαμβάνομαι — επαναλαμβάνομαι, επαναλήφθηκα, επανειλημμένος βλ. πίν. 166 Σημειώσεις: επαναλαμβάνομαι : η μτχ. επανειλημμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → συνεχής, αλλεπάλληλος (επανειλημμένες διακοπές ρεύματος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναλαμβάνω — επανέλαβα και επανάλαβα, επαναλήφτηκα, επανειλημμένος, μτβ. 1. αναλαμβάνω κάτι ξανά: Επανέλαβα τα καθήκοντά μου. 2. λέω ή πράττω ξανά, ξαναλέω, ξανακάνω: Επαναλαμβάνει τα ίδια. 3. λέω ή πράττω ό,τι κάποιος άλλος είπε ή έπραξε: Επανέλαβε όσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»